- φιλοφόρμιγξ
- φῐλο-φόρμιγξ, ιγγος, ὁ, ἡ,A loving, i. e. accompanying, the lyre, of song, A.Supp.697 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φιλοφόρμιγξ — loving masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοφόρμιγξ — ιγγος, ὁ, ἡ, Α (ποιητ. τ.) αυτός που τού αρέσει να συνοδεύει τον ήχο τής φόρμιγγας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + φόρμιγξ, ιγγος (πρβλ. ἀναξι φόρμιγξ, χρυσο φόρμιγξ)] … Dictionary of Greek